- ἑπταβόειος
- ἑπταβόειοςof seven bulls'-hidesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επταβόειος — ἑπταβόειος, ον (Α) 1. ο καλυμμένος με επτά επάλληλα βοδινά δέρματα («σάκος... ἑπταβόειον» ασπίδα χάλκινη ή ξύλινη ντυμένη με επτά δέρματα, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. κωμικά («θυμοὶ ἑπταβόειοι» θυμοί όσο επτά βοδιών μαζί, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ἑπταβόειον — ἑπταβόειος of seven bulls hides masc/fem acc sg ἑπταβόειος of seven bulls hides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταβοείου — ἑπταβόειος of seven bulls hides masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταβοείους — ἑπταβόειος of seven bulls hides masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργιβόειος — ἀργιβόειος, η (Α) αυτή που τρέφει λευκά βόδια (επίθ. της Εύβοιας). [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + βόειος < βους (πρβλ. επταβόειος, τετραβόειος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
επτάβοιος — ἑπτάβοιος, ον (Α) επταβόειος* («ἑπτάβοιον ἄρρηκτον σάκος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + * βο(F)ιος (πρβλ. σανσκρ. gavya «βούτυρο». Παλαιότερος τ. τού επιθέτου βόειος (< βους). Απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εννεά βοιος, εκατόμ βοιος)] … Dictionary of Greek
επτάβυρσος — ἑπτάβυρσος, ον (Α) επταβόειος … Dictionary of Greek
ԵՕԹՆԿԱՇԵԱՆ — ( ) NBH 1 0708 Chronological Sequence: 10c ա. ἐπταβόειος septem bubulis pellibus factus Կազմեալ յեօթն կաշւոյ, կամ ի մորթոյ արջառոց. *Տեսեալ զվահանն էանդայ զեօթնկաշեանն՝ ոչ կարի մեծ, որպէս գրեաց հոմերոս. Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)